νασερισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νασερισμός < (ανθρωπωνυμικό) Νάσερ + -ισμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νασερισμός αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νασερισμός
|