ναυπηγοεπισκευαστική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ναυπηγοεπισκευαστική < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ναυπηγοεπισκευαστική θηλυκό
- η βιομηχανία ταυτόχρονης ναυπήγησης και επισκευής πλοίων και πλεούμενων
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ναυπηγοεπισκευαστική
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ναυπηγοεπισκευαστική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του ναυπηγοεπισκευαστικός
Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επέκταση (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με τουλάχιστον 20 γράμματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)