ξέφραγμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξέφραγμα < ξεφράζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξέφραγμα ουδέτερο
- η ενέργεια ή του αποτέλεσμα του ξεφράζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξέφραγμα
|