ξεδιάλεγμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεδιάλεγμα < ξεδιαλέγω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξεδιάλεγμα ουδέτερο
- η ενέργεια του ξεδιαλέγω, η επιλογή από ένα σύνολο των στοιχείων που έχουν μια κοινή ιδιότητα, συνήθως των καλύτερων ή των χειρότερων στοιχείων του
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεδιάλεγμα
|