ξεδολώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kse.ðoˈlo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξε‐δο‐λώ‐νω
Ρήμα[επεξεργασία]
ξεδολώνω, αόρ.: ξεδόλωσα, παθ.φωνή: ξεδολώνομαι, π.αόρ.: ξεδωλώθηκα, μτχ.π.π.: ξεδολωμένος
- (προφορικό) βγάζω το δόλωμα από αγκίστρι
- → δείτε και τη λέξη ξεγαντζώνω
- ≠ αντώνυμα: δολώνω
- απαγκιστρώνω τα ψάρια από το αγκίστρι
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ δείτε και τη λέξη δόλωμα
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεδολώνω | ξεδόλωνα | θα ξεδολώνω | να ξεδολώνω | ξεδολώνοντας | |
β' ενικ. | ξεδολώνεις | ξεδόλωνες | θα ξεδολώνεις | να ξεδολώνεις | ξεδόλωνε | |
γ' ενικ. | ξεδολώνει | ξεδόλωνε | θα ξεδολώνει | να ξεδολώνει | ||
α' πληθ. | ξεδολώνουμε | ξεδολώναμε | θα ξεδολώνουμε | να ξεδολώνουμε | ||
β' πληθ. | ξεδολώνετε | ξεδολώνατε | θα ξεδολώνετε | να ξεδολώνετε | ξεδολώνετε | |
γ' πληθ. | ξεδολώνουν(ε) | ξεδόλωναν ξεδολώναν(ε) |
θα ξεδολώνουν(ε) | να ξεδολώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεδόλωσα | θα ξεδολώσω | να ξεδολώσω | ξεδολώσει | ||
β' ενικ. | ξεδόλωσες | θα ξεδολώσεις | να ξεδολώσεις | ξεδόλωσε | ||
γ' ενικ. | ξεδόλωσε | θα ξεδολώσει | να ξεδολώσει | |||
α' πληθ. | ξεδολώσαμε | θα ξεδολώσουμε | να ξεδολώσουμε | |||
β' πληθ. | ξεδολώσατε | θα ξεδολώσετε | να ξεδολώσετε | ξεδολώστε | ||
γ' πληθ. | ξεδόλωσαν ξεδολώσαν(ε) |
θα ξεδολώσουν(ε) | να ξεδολώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεδολώσει | είχα ξεδολώσει | θα έχω ξεδολώσει | να έχω ξεδολώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεδολώσει | είχες ξεδολώσει | θα έχεις ξεδολώσει | να έχεις ξεδολώσει | έχε ξεδολωμένο | |
γ' ενικ. | έχει ξεδολώσει | είχε ξεδολώσει | θα έχει ξεδολώσει | να έχει ξεδολώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεδολώσει | είχαμε ξεδολώσει | θα έχουμε ξεδολώσει | να έχουμε ξεδολώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεδολώσει | είχατε ξεδολώσει | θα έχετε ξεδολώσει | να έχετε ξεδολώσει | έχετε ξεδολωμένο | |
γ' πληθ. | έχουν ξεδολώσει | είχαν ξεδολώσει | θα έχουν ξεδολώσει | να έχουν ξεδολώσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) ξεδολωμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) ξεδολωμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) ξεδολωμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) ξεδολωμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεδολώνομαι | ξεδολωνόμουν(α) | θα ξεδολώνομαι | να ξεδολώνομαι | ||
β' ενικ. | ξεδολώνεσαι | ξεδολωνόσουν(α) | θα ξεδολώνεσαι | να ξεδολώνεσαι | ||
γ' ενικ. | ξεδολώνεται | ξεδολωνόταν(ε) | θα ξεδολώνεται | να ξεδολώνεται | ||
α' πληθ. | ξεδολωνόμαστε | ξεδολωνόμαστε ξεδολωνόμασταν |
θα ξεδολωνόμαστε | να ξεδολωνόμαστε | ||
β' πληθ. | ξεδολώνεστε | ξεδολωνόσαστε ξεδολωνόσασταν |
θα ξεδολώνεστε | να ξεδολώνεστε | (ξεδολώνεστε) | |
γ' πληθ. | ξεδολώνονται | ξεδολώνονταν ξεδολωνόντουσαν |
θα ξεδολώνονται | να ξεδολώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεδολώθηκα | θα ξεδολωθώ | να ξεδολωθώ | ξεδολωθεί | ||
β' ενικ. | ξεδολώθηκες | θα ξεδολωθείς | να ξεδολωθείς | ξεδολώσου | ||
γ' ενικ. | ξεδολώθηκε | θα ξεδολωθεί | να ξεδολωθεί | |||
α' πληθ. | ξεδολωθήκαμε | θα ξεδολωθούμε | να ξεδολωθούμε | |||
β' πληθ. | ξεδολωθήκατε | θα ξεδολωθείτε | να ξεδολωθείτε | ξεδολωθείτε | ||
γ' πληθ. | ξεδολώθηκαν ξεδολωθήκαν(ε) |
θα ξεδολωθούν(ε) | να ξεδολωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ξεδολωθεί | είχα ξεδολωθεί | θα έχω ξεδολωθεί | να έχω ξεδολωθεί | ξεδολωμένος | |
β' ενικ. | έχεις ξεδολωθεί | είχες ξεδολωθεί | θα έχεις ξεδολωθεί | να έχεις ξεδολωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ξεδολωθεί | είχε ξεδολωθεί | θα έχει ξεδολωθεί | να έχει ξεδολωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεδολωθεί | είχαμε ξεδολωθεί | θα έχουμε ξεδολωθεί | να έχουμε ξεδολωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ξεδολωθεί | είχατε ξεδολωθεί | θα έχετε ξεδολωθεί | να έχετε ξεδολωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεδολωθεί | είχαν ξεδολωθεί | θα έχουν ξεδολωθεί | να έχουν ξεδολωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ξεδολωμένος - είμαστε, είστε, είναι ξεδολωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ξεδολωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ξεδολωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ξεδολωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ξεδολωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ξεδολωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ξεδολωμένοι |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεδολώνω
|