ξεμπρόστιασμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεμπρόστιασμα < ξεμπροστιάζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξεμπρόστιασμα ουδέτερο
- η έκθεση κάποιου υπεύθυνου για κάτι αρνητικό, η αποκάλυψή του από εκεί που ήταν κρυμμένος, από τις πίσω γραμμές όπου προσπαθούσε να περάσει απαρατήρητος πίσω από άλλους, η στοιχειοθετημένη καταγγελία για τις ευθύνες του μπροστά σε άλλους
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεμπρόστιασμα
|