ξηροκάρπι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξηροκάρπι τα ξηροκάρπια
      γενική
    αιτιατική το ξηροκάρπι τα ξηροκάρπια
     κλητική ξηροκάρπι ξηροκάρπια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξηροκάρπι < ξηροί καρποί

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξηροκάρπι ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]