ξόρκισμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξόρκισμα τα ξορκίσματα
      γενική του ξορκίσματος των ξορκισμάτων
    αιτιατική το ξόρκισμα τα ξορκίσματα
     κλητική ξόρκισμα ξορκίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξόρκισμα < ξορκίζω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξόρκισμα ουδέτερο

  1. ο εξορκισμός
  2. το διώξιμο, ο αποκλεισμός μιας κατάστασης ή συνήθειας
    το ξόρκισμα του τσιγάρου

Μεταφράσεις[επεξεργασία]