ξόρκισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξόρκισμα < ξορκίζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξόρκισμα ουδέτερο
- ο εξορκισμός
- το διώξιμο, ο αποκλεισμός μιας κατάστασης ή συνήθειας
- το ξόρκισμα του τσιγάρου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξόρκισμα
|