ομοσπονδισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ομοσπονδισμός οι ομοσπονδισμοί
      γενική του ομοσπονδισμού των ομοσπονδισμών
    αιτιατική τον ομοσπονδισμό τους ομοσπονδισμούς
     κλητική ομοσπονδισμέ ομοσπονδισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ομοσπονδισμός < ομοσπονδία + -ισμός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ομοσπονδισμός αρσενικό

  • η τάση για σχηματισμό ομοσπονδίας, συνένωσης κρατιδίων με πολιτειακή μορφή διακυβέρνησης

Μεταφράσεις[επεξεργασία]