οπωροφαγία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οπωροφαγία οι οπωροφαγίες
      γενική της οπωροφαγίας των οπωροφαγιών
    αιτιατική την οπωροφαγία τις οπωροφαγίες
     κλητική οπωροφαγία οπωροφαγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οπωροφαγία < ὀπωροφαγία / οπώρ(α) + -ο- + -φαγία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

οπωροφαγία θηλυκό

  1. η κατανάλωση φρούτων (οπώρων) σε μεγάλες ποσότητες
  2. το να τρώει κανείς αποκλειστικά φρούτα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]