οπωροφαγία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οπωροφαγία < ὀπωροφαγία / οπώρ(α) + -ο- + -φαγία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οπωροφαγία θηλυκό
- η κατανάλωση φρούτων (οπώρων) σε μεγάλες ποσότητες
- το να τρώει κανείς αποκλειστικά φρούτα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οπωροφαγία
|