ουρακίλη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ουρακίλη | οι | ουρακίλες |
γενική | της | ουρακίλης | των | (ουρακιλών) |
αιτιατική | την | ουρακίλη | τις | ουρακίλες |
κλητική | ουρακίλη | ουρακίλες | ||
Συνήωθς στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ουρακίλη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ουρακίλη θηλυκό στον ενικό
- (γενετική, βιολογία) η απομεθυλιωμένη μορφή της θυμίνης του DNA
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- ουρακίλη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σκόνη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γενετική (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)