παγιότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παγιότητα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παγιότητα θηλυκό
- η (ΑΜ παγιότης, ητος) [πάγιος] η ιδιότητα τού πάγιου, η στερεότητα, η σταθερότητα, η ευστάθεια, η μονιμότητα.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παγιότητα
|