παγκάρπιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παγκάρπιο τα παγκάρπια
      γενική του παγκάρπιου των παγκάρπιων
    αιτιατική το παγκάρπιο τα παγκάρπια
     κλητική παγκάρπιο παγκάρπια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παγκάρπιο < παγ- + καρπός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παγκάρπιο αρσενικό

  • (αρχιτεκτονική) αρχαιολογικός συμβατικός όρος αρχιτεκτονικού και γλυπτικού κοσμήματος που παριστά στέφανο ή ημιστέφανο από άνθη και καρπούς

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]