παντοχή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παντοχή | οι | παντοχές |
γενική | της | παντοχής | των | παντοχών |
αιτιατική | την | παντοχή | τις | παντοχές |
κλητική | παντοχή | παντοχές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παντοχή < μεσαιωνική ελληνική παντοχή / απαντοχή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παντοχή θηλυκό
- (ιδιωματικό) άλλη μορφή του απαντοχή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παντοχή
|