παροργίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παροργίζω < ελληνιστική κοινή παροργίζω < αρχαία ελληνική ὀργίζω < ὀργή

Ρήμα[επεξεργασία]

παροργίζω (παθητική φωνή: παροργίζομαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]