περιληψούλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η περιληψούλα οι περιληψούλες
      γενική της περιληψούλας
    αιτιατική την περιληψούλα τις περιληψούλες
     κλητική περιληψούλα περιληψούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

περιληψούλα < υποκοριστικό του περίληψη + -ούλα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

περιληψούλα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε περίληψη