πετρόψαρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πετρόψαρο τα πετρόψαρα
      γενική του πετρόψαρου των πετρόψαρων
    αιτιατική το πετρόψαρο τα πετρόψαρα
     κλητική πετρόψαρο πετρόψαρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
πετρόψαρο

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πετρόψαρο < πετρό- + -ψαρο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πετρόψαρο ουδέτερο

  1. ψάρι που ζει σε πετρώδες θαλάσσιο περιβάλλον
  2. δηλητηριώδες ψάρι που μοιάζει με πέτρα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]