πιθανοκρατία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πιθανοκρατία οι πιθανοκρατίες
      γενική της πιθανοκρατίας των πιθανοκρατιών
    αιτιατική την πιθανοκρατία τις πιθανοκρατίες
     κλητική πιθανοκρατία πιθανοκρατίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πιθανοκρατία < πιθανός + κρατώ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πιθανοκρατία θηλυκό

  1. (φιλοσοφία) πιθανισμός ερμηνευμένος μέσω παλαιότερων φιλοσοφικών και θρησκευτικών ρευμάτων (όταν δεν είχε ολοκληρωθεί το φάσμα πιθανοθεωριών [συχνοτισμός, μπεϋζιανισμός κτλ.])
  2. απόλυτος πιθανισμός, η παντελής επικράτηση τις πιθανοτικότητας (συνήθως) σε κάθε τομέα

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη  πιθανός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]