πολιτάρχης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πολιτάρχης αρσενικό
- αρχηγικό αξίωμα του παρελθόντος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολιτάρχης
|