πολυπεκτομή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολυπεκτομή < πολυπ(ους) + -εκτομή • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πολυπεκτομή θηλυκό
- (ιατρική) χειρουργική αφαίρεση πολύποδα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολυπεκτομή
|