πριγκιπόπουλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πριγκιπόπουλο < πρίγκιπ(ας) + -όπουλο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πριγκιπόπουλο ουδέτερο (θηλυκό πριγκιποπούλα)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πριγκιπόπουλο
|