προχειρολογώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προχειρολογώ < πρόχειρ(ος) + -ο- + -λογώ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pɾo.çi.ɾo.loˈɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐χει‐ρο‐λο‐γώ

Ρήμα[επεξεργασία]

προχειρολογώ, πρτ.: προχειρολογούσα, αόρ.: προχειρολόγησα (χωρίς παθητική φωνή)

Παράγωγα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]