ρακιτζό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ρακιτζό τα ρακιτζά
      γενική του ρακιτζού των ρακιτζών
    αιτιατική το ρακιτζό τα ρακιτζά
     κλητική ρακιτζό ρακιτζά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ρακιτζό < ρακί • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ρακιτζό ουδέτερο

  1. (ιδιωματικό) γενικά ο η διαδικασία {απόσταξη) παραγωγής ρακί
  2. (ιδιωματικό) ο χώρος αλλά και το γλέντι που γινόταν κατά την παραγωγή της ρακής από τους ρακιτζήδες
    Συνήωθς το ρακιτζό γινόταν στον μιτάτο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)