ρεπατζής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ρεπατζής οι ρεπατζήδες
      γενική του ρεπατζή των ρεπατζήδων
    αιτιατική τον ρεπατζή τους ρεπατζήδες
     κλητική ρεπατζή ρεπατζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ρεπατζής < ρεπό + -τζής

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ρεπατζής (θηλυκό ρεπατζού)

  1. αυτός του οποίου η εργασία είναι να δουλεύει στη θέση άλλων εργαζομένων, όταν οι άλλοι παίρνουν ρεπό
  2. (μεταφορικά) ο αναπληρωματικός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]