ρεπατζής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρεπατζής (θηλυκό ρεπατζού)
- αυτός του οποίου η εργασία είναι να δουλεύει στη θέση άλλων εργαζομένων, όταν οι άλλοι παίρνουν ρεπό
- (μεταφορικά) ο αναπληρωματικός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ρεπατζής
|