ριβαροξαμπάνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ριβαροξαμπάνη < αγγλική rivaroxaban
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ριβαροξαμπάνη θηλυκό
- (φαρμακευτική) δραστική ουσία αντιπηκτικών φαρμάκων.
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ριβαροξαμπάνη