ροκοκό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Έπιπλο σε στιλ ροκοκό

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ροκοκό < (λόγιο δάνειο) γαλλική rococo[1] < rocaille (< roc < λατινικά rocca) + barroco

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ροκοκό ουδέτερο άκλιτο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]