ροκοκό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ροκοκό ουδέτερο άκλιτο
- τεχνοτροπία που διαδέχθηκε το μπαρόκ και εκδηλώθηκε στη ζωγραφική, τη διακόσμηση και την αρχιτεκτονική. Χαρακτηρίζεται από την κατάχρηση διακοσμητικών στοιχείων και την εκζήτηση
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- ροκοκό στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
- ↑ ροκοκό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας