rocca
Εμφάνιση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]rocca
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- rocca < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]rocca θηλυκό
Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rocca | roccae |
γενική | roccae | roccārum |
δοτική | roccae | roccīs |
αιτιατική | roccam | roccās |
κλητική | rocca | roccae |
αφαιρετική | roccā | roccīs |