ρυτιδεκτομή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ρυτιδεκτομή < ρυτίδ(α) + -εκτομή • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρυτιδεκτομή θηλυκό
- (ιατρική) (αισθητική χειρουργική) εξομάλυνση ρυτίδων του προσώπου