σεζόν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σεζόν < απροσάρμοστο λόγιο δάνειο από τη γαλλική saison (εποχή)[1] < λατινική ς αρχής
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /seˈzon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σε‐ζόν
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σεζόν θηλυκό άκλιτο
- η χρονική περίοδος κατά την οποία συμβαίνει κάτι
- ※ Πρόωρη συζήτηση για κατάργηση των μέτρων ενόψει τουριστικής σεζόν (Εφημερίδα των Συντακτών, 27.03.2022)
- ※ Η χθεσινή ήττα του ΠΑΟΚ απέναντι στη Μαρσέιγ δεν στέρησε από τη χώρα μας την 15η θέση στη βαθμολογία του UEFA Ranking και θα εκπροσωπηθεί τη σεζόν 2023/24 με πέντε ομάδες στα Κύπελλα Ευρώπης. (Εφημερίδα των Συντακτών, 15.04.2022)
- ※ Πάνε δούλεψε εσύ σεζόν με μηδέν ρεπό, με 18 ώρες δουλειά την ημέρα, με λεφτά της πείνας και μετά έλα να συζητήσουμε γιατί υπάρχει έλλειψη προσωπικού!!! (https://parallaximag.gr, 21.04.2022)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- σαιζόν (μη απλοποιημένη γραφή)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ σεζόν - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)