σεζόν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σεζόν < απροσάρμοστο λόγιο δάνειο από τη γαλλική saison (εποχή)[1] < λατινικής αρχής

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /seˈzon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σε‐ζόν

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σεζόν θηλυκό άκλιτο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]