σθεναρά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
σθεναρά < σθεναρός
Επίρρημα[επεξεργασία]
σθεναρά
- με ψυχική δύναμη
- Ο τρίτος λόχος πεζικού αντιστάθηκε σθεναρά στην πολυήμερη πολιορκία του εχθρού.
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σθεναρά
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
σθεναρά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σθεναρό