σκαλάθυρμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκαλάθυρμα < σκάλλω=σκαλίζω + αθύρω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σκαλάθυρμα ουδέτερο
- (λόγιο) (σπάνιο) μικρό ή πρόχειρο λογοτεχνικό ή επιστημονικό έργο
- άτεχνο, βιαστικό λογοτεχνικό έργο, που γινόταν χωρίς προσοχή, χωρίς φροντίδα, προχειρολόγημα.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκαλάθυρμα
|