σπεδίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σπεδίζω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

σπεδίζω

  1. (για άλογο) τοποθετώ λουριά στα πόδια, ώστε να μην περπατά τελείως ελεύθερα
  2. (μεταφορικά) εμποδίζω, συγκρατώ, χαλιναγωγώ

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]