στάγμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | στάγμα | τα | στάγματα |
γενική | του | στάγματος | των | σταγμάτων |
αιτιατική | το | στάγμα | τα | στάγματα |
κλητική | στάγμα | στάγματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στάγμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στάγμα ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στάγμα
|