στάνταρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στάνταρ < (λόγιο δάνειο) αγγλική standard [1] (→ δείτε τις λέξεις stand και hard) με «ατελή προφορά» [2] (χωρίς το τελικό -[d]). Επίσης, εκφορές με το τελικό [d]: στάνταρντ ή στάνταρτ
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈstan.daɾ/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στά‐νταρ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στάνταρ ουδέτερο άκλιτο
- (συνήθως στον πληθυντικό) οι προδιαγραφές
- ↪ έχει πολύ ψηλά στάνταρ
- πρόβλεψη για σίγουρη έκβαση (ιδίως για αθλητικούς αγώνες)
- ↪ Στοιχηματίζει πάντοτε τα στάνταρ.
- επίσης, ως επίθετο
- ↪ οι στάνταρ τιμές προϊόντων
- επίσης, ως επίρρημα: με στάνταρ τρόπο
- ↪ Συμπεριφέρεται πολύ στάνταρ· καμία έκπληξη, πολύ συνηθισμένος.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ στάνταρ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ «στάνταρ» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Επίθετα άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)