προδιαγραφή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προδιαγραφή < προδιαγράφω + -ή < ελληνιστική κοινή προδιαγράφω < πρό + αρχαία ελληνική διαγράφω < γράφω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική prescription)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɾɔ.ði.a.γɾa.ˈfi/ και /pɾɔ.ðʝa.γɾa.ˈfi/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προδιαγραφή θηλυκό
- (συνήθως στον πληθυντικό: προδιαγραφές) τα χαρακτηριστικά και οι προϋποθέσεις που πρέπει να έχει κάτι (προϊόν, αντικείμενο, πνευματικό έργο, υπηρεσία κ.λπ.), ώστε να δουλεύει σωστά ή να ανταποκρίνεται στην αποστολή του ή το σκοπό του
[επεξεργασία]
- προδιαγράφω
- → δείτε τις λέξεις διαγράφω και γράφω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προδιαγραφή