σταδιόμετρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σταδιόμετρο | τα | σταδιόμετρα |
γενική | του | σταδιόμετρου & σταδιομέτρου |
των | σταδιόμετρων & σταδιομέτρων |
αιτιατική | το | σταδιόμετρο | τα | σταδιόμετρα |
κλητική | σταδιόμετρο | σταδιόμετρα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σταδιόμετρο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σταδιόμετρο ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σταδιόμετρο
|