σταχτοθήκη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σταχτοθήκη θηλυκό
- σταχτοδοχείο, τασάκι
- ※ Κάθε τόσο άπλωνε το τσιγάρο στην σταχτοθήκη και με τον δείκτη ετίναζε την στάχτη του τσιγάρου. (Δημήτρης Ψαθάς (1939) Μαντάμ Σουσού [μυθιστόρημα])
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σταχτοθήκη
→ δείτε τη λέξη σταχτοδοχείο |