στράβωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στράβωμα < στραβώ(νω) + -μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στράβωμα ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στράβωμα
|
στράβωμα ουδέτερο
|