συγκεφαλαίωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συγκεφαλαίωση οι συγκεφαλαιώσεις
      γενική της συγκεφαλαίωσης των συγκεφαλαιώσεων
    αιτιατική τη συγκεφαλαίωση τις συγκεφαλαιώσεις
     κλητική συγκεφαλαίωση συγκεφαλαιώσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συγκεφαλαίωση, σύνθετη λέξη < συν- + κεφαλαιώνω < κεφαλή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

συγκεφαλαίωση θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]