συζυγαρχία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συζυγαρχία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συζυγαρχία θηλυκό
- Στρατιωτική μονάδα του πυροβολικού που έχει ως έργο τον εφοδιασμό των διαφόρων μονάδων σε πυρομαχικά.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συζυγαρχία
|