συζυγαρχία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συζυγαρχία οι συζυγαρχίες
      γενική της συζυγαρχίας των συζυγαρχιών
    αιτιατική τη συζυγαρχία τις συζυγαρχίες
     κλητική συζυγαρχία συζυγαρχίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συζυγαρχία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

συζυγαρχία θηλυκό

  • Στρατιωτική μονάδα του πυροβολικού που έχει ως έργο τον εφοδιασμό των διαφόρων μονάδων σε πυρομαχικά.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]