συμπτωματολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συμπτωματολογία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συμπτωματολογία θηλυκό
- κλάδος της ιατρικής που ερευνά και μελετά τα συμπτώματα των ασθενειών
- τα συμπτώματα μιας αρρώστιας
- η συμπτωματολογία της διοικητικής παθολογίας επέφερε συν τοις άλλοις και την κρίση χρέους
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συμπτωματολογία
|