συμφοιτώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
συμφοιτώ
- φοιτώ μαζί με κάποιον άλλο στην ίδια (πανεπιστημιακή) σχολή, είμαι συμφοιτητής
Συγγενικά[επεξεργασία]
- συμφοίτηση
- συμφοιτητής
- συμφοιτήτρια
- → δείτε τις λέξεις συν και φοιτώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συμφοιτώ
|