συμφοιτητής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συμφοιτητής οι συμφοιτητές
      γενική του συμφοιτητή των συμφοιτητών
    αιτιατική τον συμφοιτητή τους συμφοιτητές
     κλητική συμφοιτητή συμφοιτητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συμφοιτητής < αρχαία ελληνική συμφοιτητής < συμφοιτάω / συμφοιτέω / συμφοιτῶ, φοιτη- + -τής < συμ- φοιτάω / φοιτέω / φοιτῶ (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική condisciple) [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /simfitiˈtis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συμ‐φοι‐τη‐τής

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

συμφοιτητής αρσενικό (θηλυκό συμφοιτήτρια)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ζητούμενο λήμμα

Πηγές[επεξεργασία]