ταμίευμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ταμίευμα τα ταμιεύματα
      γενική του ταμιεύματος των ταμιευμάτων
    αιτιατική το ταμίευμα τα ταμιεύματα
     κλητική ταμίευμα ταμιεύματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ταμίευμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ταμίευμα ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ζητούμενο λήμμα

Πηγές[επεξεργασία]