ταχυδρόμηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ταχυδρόμηση | οι | ταχυδρομήσεις |
γενική | της | ταχυδρόμησης* | των | ταχυδρομήσεων |
αιτιατική | την | ταχυδρόμηση | τις | ταχυδρομήσεις |
κλητική | ταχυδρόμηση | ταχυδρομήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ταχυδρομήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ταχυδρόμηση < ταχυδρομώ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ταχυδρόμηση θηλυκό
- η ενέργεια του ταχυδρομώ