τεντιμποϊσμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τεντιμποϊσμός < τεντιμπόης < τeddy boy
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τεντιμποϊσμός αρσενικό
- η συμπεριφορά του τεντημπόη, των επαναστατημένων νεαρών της εποχής του 1950 και 1960 που καμιά φορά γιαούρτωναν καθηγητές ή εκπροσώπους του κατεστημένου (με αποτέλεσμα να ψηφιστεί και ειδικός νόμος, 3/9/1958, ο 4000, "περί τεντυμποϊσμού")
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τεντιμποϊσμός
|