τσεπώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τσεπώνω < τσέπη
Ρήμα[επεξεργασία]
τσεπώνω
- βάζω στην τσέπη
- τσέπωσε τους παράδες
- (συνεκδοχικά) εισπράττω
- (μεταβατικό) τσέπωσε τους παράδες κι έφυγε
- (αμετάβατο) ήρθε, τσέπωσε και έφυγε
- τσέπωσε τις επιδοτήσεις κι εξαφανίστηκε
- ≈ συνώνυμα: βάζω στην τσέπη
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη τσέπη