υπερπηδώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὑπερπηδῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υπερπηδώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑπερπηδῶ, συνηρημένος τύπος του ὑπερπηδάω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.peɾ.piˈðo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐περ‐πη‐δώ

Ρήμα[επεξεργασία]

υπερπηδώ, αόρ.: υπερπήδησα, παθ.φωνή: υπερπηδώμαι, π.αόρ.: υπερπηδήθηκα
υπερπηδώ/υπερπηδάω, αόρ.: υπερπήδησα, παθ.φωνή: υπερπηδιέμαι, π.αόρ.: υπερπηδήθηκα

  1. (κυριολεκτικά) πηδώ πάνω από κάτι
  2. (μεταφορικά) υπερνικώ δυσκολίες ή εμπόδια

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Κλίση υπερπηδώ - υπερπηδώμαι

Κλίση υπερπηδάω/υπερπηδώ, υπερπηδιέμαι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]