υπερπολυτέλεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπερπολυτέλεια < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υπερπολυτέλεια θηλυκό
- εξαιρετικά μεγάλη πολυτέλεια
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπερπολυτέλεια
|