φιλάρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | φιλάρας | οι | φιλάρες |
γενική | του | φιλάρα | των | φιλάρων |
αιτιατική | τον | φιλάρα | τους | φιλάρες |
κλητική | φιλάρα | φιλάρες | ||
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φιλάρας αρσενικό
- (προσφώνηση, λαϊκότροπο, ανεπίσημο) φίλος
- ※ «Γιάννη, Αδερφέ μου, Φιλάρα!» τον αγκάλιασε πασίχαρος με τα δρακόντεια χέρια του ο κουστουμαρισμένος κι απόλυτα αυτάρκης τώρα πια Πανάρετος. (Αλέξης Πάρνης, Ο άλλος Εμφύλιος, 2014 [1])
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φιλάρας
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αγώνας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -άρας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Προσφωνήσεις (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Ανεπίσημοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)